τερατωδία

τερατωδία
η
1) уродливость, уродство; 2) чудовищность (чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τερατωδία" в других словарях:

  • τερατωδία — η, ΝΑ [τερατώδης] η ιδιότητα τού τερατώδους νεοελλ. πράξη ή λόγος τερατώδης αρχ. το να είναι κάτι θαυμαστό στην όψη …   Dictionary of Greek

  • τερατώδης — ες /τερατώδης, ῶδες, ΝΜΑ [τέρας, ατος] 1. όμοιος με τέρας, τερατοειδής, υπερφυσικός («ὦ Γῆ τοῡ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες», Αριστοφ.) 2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα που αντιβαίνει στους νόμους τής φύσης, μη φυσιολογικός,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»